- εκηλα
- ἕκηλαadv. спокойно
(ἡμερεύειν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἡμερεύειν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἕκηλα — ἕκηλος at rest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκηλος — ἕκηλος, ον, δωρ. τ. ἕκαλος, ον (Α) 1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος 3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος 4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος 5. (το ουδ. πληθ. ως … Dictionary of Greek